Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπατανία — η μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batania, ενώ κατ άλλους από τουρκ. battaniye] … Dictionary of Greek
πατανία — η μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batania ή, κατ άλλους, από τουρκ. battaniye (βλ. και λ. μπατανία)] … Dictionary of Greek